ορθοποδώ

ορθοποδώ
(ΑΜ ὀρθοποδῶ, -έω) [ορθόπους]
νεοελλ.
1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι
2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ
μσν.-αρχ.
βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός
αρχ.
μτφ. ακολουθώ τον σωστό δρόμο, ευδοκιμώ, ευημερώ, πηγαίνω καλά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορθοποδώ — ορθοποδώ, ορθοπόδησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορθοποδώ — ορθοπόδησα 1. παίρνω στάση όρθια, στέκομαι, σηκώνομαι στα πόδια. 2. μτφ., βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ, προκόβω, πάω καλά: Πρέπει η γεωργία μας να ορθοποδήσει γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθοποδῶ — ὀρθοποδέω walk straight pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρθοποδέω walk straight pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθοποδίζω — (Μ ὀρθοποδίζω) ορθοποδώ, περπατώ κατευθείαν μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδητώ — ὀρθοποδητῶ, έω (Μ) ορθοποδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ητῶ (πρβλ. ακιν ητώ, κοσμ ητώ)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοποδία — ὀρθοποδία, ἡ (Α) [ορθοποδώ] το να βαδίζει κάποιος προς τα εμπρός, κατευθείαν …   Dictionary of Greek

  • ορθοπόδησις — ὀρθοπόδησις, ἡ (Μ) [ορθοποδώ] 1. το να βαδίζει κανείς κατευθείαν 2. μτφ. ορθή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”