- ορθοποδώ
- (ΑΜ ὀρθοποδῶ, -έω) [ορθόπους]νεοελλ.1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώμσν.-αρχ.βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρόςαρχ.μτφ. ακολουθώ τον σωστό δρόμο, ευδοκιμώ, ευημερώ, πηγαίνω καλά.
Dictionary of Greek. 2013.